επιδερμικός

επιδερμικός
η , ό[ν]
1) накожный; эпидермический; 2) перен. поверхностный, неглубокий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιδερμικός" в других словарях:

  • επιδερμικός — Εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδερμίδα. Μεταφορικά, ο επιπόλαιος, ο επιφανειακός. (Γεωλ.) Ε. πτυχώσεις ονομάζεται το φαινόμενο της αποκόλλησης των πετρωμάτων που συντελείται όταν όγκοι από σκληρά και βαριά πετρώματα, τα οποία βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • επιδερμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδερμίδα, που εμφανίζεται ή γίνεται σ αυτή: Επιδερμικό εξάνθημα. 2. μτφ., επιπόλαιος, επιφανειακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξώπετσος — και ξώπετσος, η, ο 1. επιδερμικός 2. επιφανειακός 3. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εξώπετσα και ξώπετσα επιπόλαια, επιφανειακά …   Dictionary of Greek

  • παρωτιδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρωτίδα 2. φρ. α) «παρωτιδικός αδένας» επιδερμικός ορώδης αδένας στο κεφάλι και το σώμα ορισμένων αμφιβίων β) «παρωτιδική θήκη» ο τρίγωνος πρισματικός χώρος, την κοιλότητα τού οποίου καλύπτει η παρωτίδα …   Dictionary of Greek

  • ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»